ρεαζίνη

ρεαζίνη
η, Ν
(βιοχ.) τύπος αντισώματος που απαντά στον ορό και στο δέρμα τών υπερευαίσθητων αλλεργικών ατόμων και σε μικρότερες ποσότητες στον ορό φυσιολογικά ευαίσθητων ατόμων, αλλ. ομοκυτταροτροπικό αντίσωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”